- Ἀκέστης
- Ἀκέστηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] … Dictionary of Greek
ἀκεστής — menders masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεσταῖς — ἀκεστής menders masc dat pl ἀκεστός curable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεσταί — ἀκεστής menders masc nom/voc pl ἀκεστός curable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστήν — ἀκεστής menders masc acc sg (attic epic ionic) ἀκεστός curable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκεστῶν — Ἀκέστης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστῶν — ἀκεστής menders masc gen pl ἀκεστός curable fem gen pl ἀκεστός curable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστη — Ἀκέστης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστην — Ἀκέστης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστου — Ἀκέστης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)